Μια φορά και ένα καιρό σε ένα μεγάλο λιβάδι ,κάτω από ένα κατακίτρινο λουλούδι υπήρχε μία μελισσοφωλιά.Κάθε μέρα έμπαιναν και έβγαιναν εκατοντάδες μέλισσες.Είχαν αρχίσει να ανθίζουν τα λουλούδια και ευωδίαζε παντού αρώματα.Οι μέλισσες είχαν πολύ δουλειά να κάνουν.Μάζευαν τη γύρη από τα φυτά με προσοχή. Τόσο κουραστική δουλειά ! Να μεταφέρουν τη γύρη στη φωλιά και μετά να ετοιμάσουν μέλι ,νέκταρ και βασιλικό πολτό.
Μέσα στη κυψέλη ζούσαν οι εργάτριες, οι κηφήνες και η βασίλισσα. Πόσες μέλισσες είναι γύρω από την κυψέλη!Βουίζει ο τόπος για να προλάβουν,να μαζέψουν τη γύρη από όσα περισσότερα άνθη μπορούν.
Να και η μικρή μελισσούλα Άννα .Οι γονείς της από κοντά ,να της εξηγούν πού θα σταματήσει ,ποιο φυτό έχει πολύ γύρη,πώς θα τη μεταφέρει χωρίς να πετιέται στη γη.
-Να κάνεις ήρεμα τη δουλειά σου,τη συμβούλευαν οι γονείς της.Με αυτό τον τρόπο ,θα έχεις αποθηκεύσει την γύρη που χρειάζεται για τον χειμώνα,συνέχιζαν οι γονείς της.Κάθε μέρα ήταν δίπλα της να την βοηθούν και να την συμβουλεύουν.Την συμβούλευαν και στις εργασίες του σχολείου .Προτιμούσε να κάνει τα μαθήματά της μόνη της και μετά να τρέχει στον μπαμπά ή στη μαμά της και να λέει τα μαθήματά της.Αλλά και στους καβγάδες με τις φίλες της ,πόσες φορές οι γονείς της δεν της είπαν: «Μην θυμώνεις με την φίλη σου.Μην δίνεις σημασία σε όσα σου λέει».Και τι ωραία που έπαιζαν πάλι!
Η μελισσούλα ζουζούνιζε και έτρεχε να γεμίσει την κερήθρα. Πότε πότε βοηθούσε και τους γονείς της αλλά και τις άλλες μέλισσες.
Μία μέρα είδε μία σφήκα .
-Γιατί γελάς; τη ρώτησε η Άννα.Σε ξέρω είσαι η Μίνα,από τις σφήκες.
-Έλα ,έχω να σου δείξω ένα μέρος για να ξεκουραστείς . Απορώ γιατί τρέχεις συνέχεια ,πάνω κάτω .Έλα να κάνουμε ότι πονάμε για να μην μας βάζουν σε δουλειές.
Η σφήκα ήθελε πάντα να πειράζει τους άλλους οπότε βρήκε μια αγαθή, ευγενέστατη και καλή μέλισσα έτσι ώστε ότι της έλεγε η σφήκα, η μέλισσα το έκανε. Η μέλισσα θεωρούσε αστείο ό,τι αταξία έκανε η σφήκα προς τους άλλους. Η φιλία της μέλισσας και της σφήκας δεν ήταν κατανοητή προς τους άλλους αλλά αυτές ήταν τέλεια(παρόλο που η σφήκα εκμεταλλευόταν τη μέλισσα για τις πλάκες της).
Συνήθως ,όταν ήταν μαζί ξεχνούσαν ότι ήταν από διαφορετικές αποικίες.
Η αποικία της μέλισσας ήταν τόσο κοινωνική, δυνατή και οργανωμένη αφού ζούσαν έως και εβδομήντα χιλιάδες μέλη στις φωλιές τους.
Η αποικία της σφήκας σε αντίθεση δεν είχε περισσότερα από δέκα χιλιάδες μέλη και οι φωλιές τους ήταν φτιαγμένες από λάσπη.Η μέλισσα έβλεπε την διαφορά στο σώμα της που ήταν στρογγυλό και τριχωτό σε σχέση με την φίλη της που ήταν λεπτό, λείο με πόδια ομαλά στρογγυλά. Ποτέ δεν πέρασε όμως απ’το μυαλό της να την στεναχωρήσει ή να πάψει να είναι φίλη της επειδή είναι διαφορετικές.
Η κάθε μία είναι ξεχωριστή και ξέρουν να περνούν καλά χωρίς περιορισμούς.
Την επόμενη μέρα οι δύο φίλες ξύπνησαν πολύ- πολύ νωρίς και ξεκίνησαν το ταξίδι της καθημερινότητας. Άρχισαν να πετούν από λουλούδι σε λουλούδι .
Όμως η σφήκα ήταν πολύ παιχνιδιάρα και άρχισε τις ζαβολιές.Έτσι κρύβονταν στα λουλούδια και η μέλισσα την έψαχνε συνέχεια. Οι δυο φίλες από τη μία έκαναν την δουλειά τους και από την άλλη περνούσαν ευχάριστα την μέρα τους.Όταν πάλι κουράζονταν από το πέταμα ,ξάπλωναν πάνω σε μεγάλα πέταλα των λουλουδιών και λιαζόντουσαν κάτω από τον ζεστό ήλιο χαζεύοντας τα έντομα που πετούσαν από πάνω τους.
Πολλές φορές ενοχλούσαν το κοπάδι με τις μέλισσες να φέρουν τη γύρη στη φωλιά τους.Έπεφτε στη γη ,η πολύτιμη τροφή τους.Και ξανά πήγαιναν να βρουν τροφή για να μεταφέρουν στη κυψέλη.Αυτό γινόταν μία ,δύο ,τρεις μέρες ..
Όταν γυρίσαν εκείνο το βράδυ οι μέλισσες ,συγκεντρώθηκαν και αποφάσισαν ,να μην δεχτούν στην κυψέλη την μικρή Άννα και της είπαν να πάει εκεί που είναι οι σφήκες.Και εκείνο το βράδυ,η μικρή μελισσούλα,που την έλεγαν Άννα, έμεινε από έξω από τη φωλιά της.
-Να σου γίνει μάθημα .Γιατί εμπόδισες τις μέλισσες να φέρουν την γύρη ,που θα μας τάιζε όλο το χειμώνα;
-Μπορείς να καταλάβεις τι έκανες; Άκουγε στα αυτιά της, ακόμη τα λόγια τους ,όσο απομακρυνόταν από τη κυψέλη της.
Κάθισε τα μελισσάκι και σκέφτηκε τι έκανε. Πώς εξοικειώθηκε με τις σφήκες και από εργατικό μελισσάκι, έγινε τεμπέλικη και καταστροφική;
Δεν έπαιζε με τους φίλους της.Οι γονείς της θύμωσαν αλλά και στο σχολείο των μελισσών ο δάσκαλος έκανε παράπονα ,όταν άκουσε τη σφήκα να βρίζει και να μιλάει άσχημα και το μελισσάκι να μην αντιδρά.
Η μελισσούλα φτερούγιζε ρυθμικά προς τον άνεμο πάνω από τα λουλούδια.Ένιωσε ότι ήθελε να γυρίσει στους γονείς της ,στους φίλους της.
Τότε είδε τη γιαγιά της που επέστρεφε στην κυψέλη, αργοπορημένη. Παρατήρησε την εγγονή της και την ρώτησε γιατί είναι τόσο στεναχωρημένη και γιατί δεν είναι μέσα στην κυψέλη. Η Άννα διηγήθηκε όσα προηγήθηκαν και ζήτησε την γνώμη της γιαγιάς της.
Η γιαγιά της, της απάντησε: « Σε ξέρω τόσο καλά που είναι τόσο δύσκολο να πιστέψω ότι έκανες ,αυτό για το οποίο σε κατηγορούν.Στην περίπτωση αυτή ισχύει η παροιμία: «Με όποιον δάσκαλο καθίσεις,τέτοια γράμματα θα μάθεις».
Η μικρή μελισσούλα έσκυψε το κεφάλι της και οι κεραίες της ακούμπησαν η μία την άλλη.Δεν ήξερε πώς να πει ότι της λείπει η φωλιά της και οι γονείς της.
Η γιαγιά κατάλαβε και της είπε ότι είναι αρκετά μεγάλη, ώστε να σκεφτεί χωρίς να επηρεάζεται από αυτά που λένε και κάνουν οι άλλοι της παρέας της .Αν τυχόν έχεις απορίες ή αμφιβολίες για κάποια από όσα σκέφτεσαι,αν είναι σωστά, μπορείς να ρωτάς τους γονείς σου και τους ανθρώπους που σε αγαπάνε,συνέχισε η γιαγιά της.Καλό βράδυ,συνέχισε η γιαγιά, και είμαι σίγουρη ότι θα αποφασίσεις το σωστό.Την χαιρέτησε και μπήκε στην κυψέλη ,για να αφήσει το πολύτιμο φορτίο της.
Η μελισσούλα κατάλαβε τι ήθελε να πει η γιαγιά της και ξεκίνησε για την φωλιά της. Από μακριά φώναξε τον μπαμπά και την μαμά της ότι γυρίζει στην κυψέλη.Τους ζήτησε συγνώμη και έτρεξε να τους βοηθήσει στις εργασίες τους.